Διαπαιδαγώγηση παιδιών : Υπακοή ή σχέση; Μέρος  2ο

διαφωνία γονιών

Όταν οι γονείς διαφωνούν μεταξύ τους
Είναι απόλυτα φυσικό να υπάρχουν, ορισμένες φορές, διαφορές μεταξύ των γονιών σε κάποια θέματα που να αφορούν στον τρόπο διαχείρισης θεμάτων ή δυσκολιών της διαπαιδαγώγησης του παιδιού τους. Όταν οι διαφωνίες είναι συνεχείς και αγεφύρωτες τότε το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ο τρόπος διαπαιδαγώγησης του παιδιού αλλά η ίδια η σχέση των γονιών, τα προβλήματα της οποίας «καμουφλάρονται» πίσω από το χειρισμό του παιδιού.
Όταν υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των γονιών που να αφορούν στη διαπαιδαγώγησή του παιδιού, είναι σημαντικό να
μην εκδηλώνονται μπροστά του γιατί μπορεί να του προκαλέσουν σύγχυση και ανασφάλεια, δίνοντάς του παράλληλα τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κατά βούληση τα λεγόμενα των γονιών του ως άλλοθι, ανάλογα με την περίσταση, πυροδοτώντας, με τον τρόπο αυτό, ακόμα μεγαλύτερη ένταση μεταξύ των γονιών.
Εάν ένας γονιός διαφωνεί κάποια στιγμή με αυτό που κάνει ή λέει ο άλλος γονιός, τότε είναι προτιμότερο να κάνει υπομονή και όταν βρεθούν μόνοι τους να συζητήσουν τις όποιες ενστάσεις του για το συγκεκριμένο θέμα. Ποτέ μπροστά στο παιδί. Τα πράγματα γίνονται πολύ δυσκολότερα όταν οι γονείς δεν ζουν πλέον μαζί και ακολουθούν διαφορετική στάση και τρόπο αντιμετώπισης ίδιων καταστάσεων ή όταν υπάρχει νέος σύντροφος που έχει διαφορετικές απόψεις από τον γονέα που έχει αποχωρήσει από την οικογένεια. Στις περιπτώσεις αυτές, το παιδί επιβαρύνεται πολύ εξαιτίας της «συναισθηματικής νομιμοφροσύνης» που αισθάνεται απέναντι στους γονείς του και μη θέλοντας, ή φοβούμενο, να πληγώσει κάποιον από αυτούς. Μια τέτοιου είδους κατάσταση μπορεί εύκολα να δημιουργήσει ψυχικά προβλήματα στο παιδί και για το λόγο αυτό είναι καλό οι γονείς να συμβουλεύονται κάποιον επαγγελματία της ψυχικής υγείας.
Ας αποφασίσουμε τι πραγματικά θέλουμε – υπακοή ή σχέση;
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να κάνουμε ένα παιδί να μας υπακούει. Μας έχει τόσο ανάγκη που δεν θα τολμήσει να αντισταθεί. Πολλοί είναι οι γονείς που χρησιμοποιούν ως «ακλόνητο» επιχείρημα υπέρ μιας αυταρχικού τύπου διαπαιδαγώγησης τη φράση: «Κι εμείς που φάγαμε ξύλο τι πάθαμε;». Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, πως πίσω από μια τέτοια άποψη κρύβεται συχνά ο φόβος, η θλίψη, η οργή και η απόγνωση τους πως ίσως ποτέ δεν έγιναν αποδεκτοί και δεν αγαπήθηκαν από τον αυταρχικό γονιό τους για αυτό που πραγματικά ήταν. Διαμέσου της εξιδανίκευσης του βάναυσου τρόπου διαπαιδαγώγησης τους, τιθασεύουν, αφενός, όλα τα προαναφερθέντα επώδυνα αισθήματά τους, αφετέρου δε, αναπαράγουν το ίδιο μοντέλο διαπαιδαγώγησης που στηρίζεται στη χειραγώγηση και στο μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο του παιδιού τους, όταν γίνονται οι ίδιοι γονείς.
Η εμπειρία μου,  έχει δείξει πως οι περισσότεροι γονείς κατανοούν και αποδέχονται το ότι είναι σημαντικό να δείχνουν σεβασμό στα παιδιά τους, να συνδιαλέγονται μαζί τους και να ακούν αυτά που θέλουν να τους πουν. Όταν, όμως, συμβεί να αισθανθούν κάποια στιγμή ανασφάλεια, αβεβαιότητα και ανημποριά, τότε το αδιέξοδο στο οποίο νιώθουν πως βρίσκονται τους οδηγεί στην επάνοδο σε έναν αυταρχικό τρόπο διαπαιδαγώγησης που λειτουργεί ως η «σωτήρια λύση» του Γόρδιου δεσμού, δηλαδή του «Πονάει χέρι, κόβει χέρι» ή του «Διατάζουμε και αποφασίζουμε»…
Και πάλι θα τονίσουμε τη σημασία του να λειτουργούμε από την αρχή ως γονείς με σαφήνεια, συνέπεια και αποφασιστικότητα. Αν τα καταφέρουμε, σπάνια θα χρειασθεί να παραβούμε τις αρχές του δημοκρατικού διαλόγου και της αμφίδρομης σχέσης με το παιδί μας. Δεν πρέπει να λησμονούμε, όμως, πως ο γονιός έχει πάντα το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης τήρησης όλων αυτών.
Η άσκηση εξουσίας, σε οποιαδήποτε σχέση, δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλον πέρα από τις ανάγκες αυτού που την επιβάλει. Για το λόγο αυτό, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού θα πρέπει να αποσκοπεί στη δημιουργία μιας σχέσης και επικοινωνίας. Όταν υπάρχει στενή σχέση, αλληλοσεβασμός και αμοιβαία εμπιστοσύνη, τότε είναι πολύ ευκολότερο να γίνουν αποδεκτά τα όποια απαραίτητα όρια διευκολύνουν και προάγουν όχι μόνο τη σχέση αλλά και το ευ ζην και των δύο μερών.

Η προσαρμοστικότητα των παιδιών συχνά παραπλανά
Η εκπληκτική προσαρμοστικότητα των παιδιών και η ανάγκη τους για αγάπη τα οδηγεί συχνά να «ανέχονται» ακόμα και τις πιο βίαιες συμπεριφορές σε βάρος τους (φυσική, ψυχική ή σεξουαλική κακοποίηση), συνεχίζοντας ακόμα και τότε να πιστεύουν πως ο γονιός τους, παρ όλα αυτά, τα αγαπά ή κάνει ότι κάνει για το «καλό τους». Μια τέτοιου είδους προσαρμοστικότητα, όμως, δεν σημαίνει και ψυχική ισορροπία. Πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να αντέξουν να λειτουργούν ως «προσαρμοσμένα» μέχρι την εφηβεία, αλλά και πολύ αργότερα -ίσως και για ολόκληρη τη ζωή τους- «ξεγελώντας» τόσο τους εαυτούς όσο και τους  γονείς και το περιβάλλον τους πως νιώθουν καλά και πως είχαν καλούς γονείς. Εντός τους, όμως, βασιλεύει ένα τεράστιο υπαρξιακό κενό που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τα ρουφήξει σαν μαύρη τρύπα στα έγκατα της.
Επίλογος
Η ποιότητα της σχέσης αγάπης ανάμεσα σε γονέα και παιδί είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για το μέλλον όχι μόνο της σχέσης αυτής αλλά και για τις επιπτώσεις της στη ζωή και των δύο μερών. Όμως, η αναγκαία αυτή ποιότητα δεν αποκτάται απλά με τη βοήθεια κάποιας θαυματουργής συνταγής ή μεθόδου. Ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή είναι μακρύς, συχνά επίπονος, και περνά πάντα μέσα από τη συνειδητοποίηση και τη γνώση των ενηλίκων για τον εαυτό, τα όρια, τα συναισθήματα, τα «τρωτά» σημεία και τις ευαισθησίες τους, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών τους.
Με έναν ανάλογο τρόπο, δεν χρειάζεται να πάμε σε κάποιο φροντιστήριο για να γίνουμε καλοί εραστές ή για να κάνουμε τη σύντροφό μας να νιώθει πως την αγαπάμε. Αρκεί να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες της, να ακούμε αυτά που θέλει να μας πει, να συζητάμε μαζί της, να σεβόμαστε τόσο την ίδια όσο και τον εαυτό μας και να μοιραζόμαστε μαζί της χρόνο, συναισθήματα και εμπειρίες. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση γονέα-παιδιού. Δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε φροντιστήριο για να γίνουμε καλοί γονείς. Το καταφέρνουμε αυθόρμητα όταν έχουμε γίνει αποδέκτες αγάπης και σεβασμού ως παιδιά και κάνουμε ότι θα κάναμε και με την αγαπημένη μας σύντροφο. Απλά, στη σχέση μας με το παιδί, έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία ο τόνος της φωνής, η γλώσσα του σώματος, η έκφραση του προσώπου και γενικά η μη λεκτική επικοινωνία μαζί του.
Επειδή, όμως, υπάρχουν και γονείς που, για διάφορους λόγους,  νιώθουν ανασφαλείς, πιεσμένοι, ματαιωμένοι και ανήμποροι, χρειάζεται να τους δοθεί από την πολιτεία η δυνατότητα πρόσβασης σε εξειδικευμένους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας για να ευαισθητοποιηθούν και να βοηθηθούν ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτογνωσία, αυτοπεποίθηση, ασφάλεια, δυνατότητα οριοθέτησης κ.α. Ο εστιασμός ενός επαγγελματία της ψυχικής υγείας αποκλειστικά στα «λάθη» του γονέα και στους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων προβλημάτων που αντιμετωπίζει με το παιδί του μόνο αισθήματα ανεπάρκειας και ενοχών γεννά συχνά στο γονιό.
Θεωρώ, επίσης, πως η διαπαιδαγώγηση των παιδιών δεν αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των γονιών αλλά είναι και ευθύνη του κάθε ενήλικα ή επαγγελματία που έχει επαφή με παιδιά, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών και των λειτουργών της προσχολικής αγωγής. Όταν, όμως, κάποιος, από μια τέτοια θέση, δεν αντιμετωπίζει το οποιοδήποτε παιδί με την ανάλογη ευαισθησία, ενδιαφέρον και σεβασμό που θα έδειχνε και προς το δικό του παιδί σε μία ανάλογη κατάσταση, τότε ο ενήλικας αυτός είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, αν όχι ακατάλληλος και άρα επικίνδυνος, για τη θέση που κατέχει.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως ο τρόπος που χειριζόμαστε τη ζωή και τις σχέσεις μας στηρίζεται στην αίσθηση μας κατά πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους άλλους. Η αίσθηση αυτή αρχίζει να γεννιέται και στη συνέχεια να γιγαντώνεται από το μέγεθος της συναισθηματικής προσβασιμότητας των δικών μας γονιών όταν ήμασταν παιδιά, και της αίσθησης που αυτοί κατάφεραν να μας εμφυσήσουν πως είμαστε σημαντικοί.
Με άλλα λόγια, πίσω από κάθε συμπεριφορά και επιλογή μας υπάρχουν ΠΑΝΤΑ ανάγκες και συναισθήματα που προσπαθούν να ακουσθούν, να ειδωθούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους άλλους. Το πόσο επιτακτικές είναι οι ανάγκες αυτές ώστε να μας επιτρέπουν ή να μας στερούν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε και να λαμβάνουμε υπόψη και τις ανάγκες των άλλων και όχι μόνο τις δικές μας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ποιότητα της σχέσης μας με τους γονείς μας ως παιδιά.
Αντί, λοιπόν, του «Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», σωστότερο θα ήταν να λέγαμε: «Δείξε μου το γονιό σου να σου πω ποιος είσαι»…

Πηγή     i-psyxologos.gr

Σχόλια