Παιδική κακοποίηση

Παιδική κακοποίηση
Γενικά
Παρόλο που η παιδική κακοποίηση (Π.Κ.) έχει απαγορευθεί εδώ και 30 χρόνια περίπου, εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρότατο πρόβλημα σε όλες τις χώρες του κόσμου μέχρι και σήμερα. Παρατηρείται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και περνά συχνά απαρατήρητο από τον περίγυρο.
Η άσκηση βίας στο παιδί πονά, ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους υποτίθεται πως γίνεται, και το προσβάλει βάναυσα. Συχνά, το παιδί
-ιδιαίτερα το μικρής ηλικίας- δεν κατανοεί ακριβώς τους λόγους για τους οποίους τιμωρείται, και αυτό κάνει την άσκηση βίας να φαντάζει στα μάτια του ακόμα πιο ζοφερή και μη διαχειρίσιμη. Αν και η άσκηση βίας μοιάζει να είναι «αποτελεσματική» βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα είναι αναποτελεσματική, έχει συχνά σοβαρές συνέπειες στην μετέπειτα ζωή και στη σχέση γονέα-παιδιού. Η βία δεν γεννά σεβασμό και εμπιστοσύνη αλλά φόβο, βουβό θυμό και καχυποψία. Το παιδί αναγκάζεται να συμμορφωθεί «προς τας υποδείξεις» και όχι επειδή θέλει ή πιστεύει πως είναι σωστές.
Η σύγχρονη έρευνα δείχνει πως οι συνέπειες της παιδικής κακοποίησης -τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα- είναι σοβαρότατες, αυξάνοντας τον κίνδυνο χρήσης ουσιών, οινοπνεύματος, επικίνδυνης σεξουαλικής συμπεριφοράς και επιβάρυνσης της ψυχικής υγείας. Η παραμέληση και η ελλιπής φροντίδα είναι πιθανότατα εξίσου επιβαρυντικές για το παιδί όσο και η σωματική κακοποίηση αλλά δεν έχει διερευνηθεί παρά ελάχιστα μέχρι στιγμής.
Τι θεωρείται ως παιδική κακοποίηση;
Η Π.Κ. συμπεριλαμβάνει πράξεις ή απουσία πράξεων ενός γονέα ή άλλου ενήλικα του άμεσου περιβάλλοντος του παιδιού που το τραυματίζουν ή κινδυνεύουν/ απειλούν να το τραυματίσουν. Αυτό μπορεί να γίνει με τρεις διαφορετικούς τρόπους:
–          Σωματική κακοποίηση: ο ενήλικας χτυπά, κλωτσά, δαγκώνει ή τραυματίζει το παιδί με διάφορους άλλους τρόπους.
–          Ψυχική κακοποίηση: ο ενήλικας απειλεί, κατακρίνει, προσβάλει, τρομοκρατεί ή με διάφορους άλλους τρόπους δεν δίνει αγάπη και φροντίδα στο παιδί.
–          Ελλιπής φροντίδα: ο ενήλικας δεν φροντίζει να έχει το παιδί τροφή, καθαρά ρούχα, ιατρική βοήθεια και με διάφορους άλλους τρόπους δεν δίνει στο παιδί την απαραίτητη φροντίδα
Οι πιο σύγχρονοι ορισμοί της παιδικής κακοποίησης συμπεριλαμβάνουν επίσης:
–          Την έκθεση σε άσκηση βίας σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας, όπως π.χ. την κακοποίηση της μητέρας από τον πατέρα ή το βιασμό μέσα στην οικογένεια.
–          Κακοποίηση διαμέσου πλαστογράφησης συμπτωμάτων ή σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου/Ιατρική παιδική κακοποίηση. Στην περίπτωση αυτή, ο γονιός προσποιείται ή -ακόμα χειρότερα- προκαλεί σκόπιμα διάφορα τραύματα στο παιδί για να πάρει έμμεσα ο ίδιος το ρόλο του ασθενούς και, κατ΄επέκταση, την ανάλογη φροντίδα ή το ενδιαφέρον από τους διάφορους γιατρούς στους οποίους απευθύνεται.
–          Η βία που ασκείται σε βάρος εφήβων που ανήκουν σε συγκεκριμένες μεταναστευτικές μειονότητες.
Ως σεξουαλική κακοποίηση θεωρείται κάθε πράξη ή κατάσταση που εμπεριέχει κάποιας μορφής σεξουαλική χροιά και όπου ο ενήλικας εκμεταλλεύεται ένα παιδί ή έναν έφηβο για ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών. Μπορεί να αφορά:
–          Φυσική επαφή, όπως π.χ. το άγγιγμα των γεννητικών οργάνων του παιδιού ή ο εξαναγκασμός του παιδιού να αγγίξει τα γεννητικά όργανα του ενήλικα.
–          Μη φυσική επαφή, όπως π.χ. ο εξαναγκασμός του παιδιού να κοιτά τα γεννητικά όργανα του ενήλικα ή να δείξει το ίδιο το γυμνό του σώμα.
–          Η χρήση σχολίων ή προτάσεων σεξουαλικού περιεχομένου από τον ενήλικα προς το παιδί ή η παρακολούθηση πορνογραφικών ταινιών ή εικόνων.
Η παιδική κακοποίηση και η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών έχουν άμεση σχέση, με τη δεύτερη να θεωρείται ως μία μορφή παιδικής κακοποίησης. Συχνά, η σεξουαλική κακοποίηση εμπεριέχει σωματική και συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού.
Παιδική κακοποίηση
Παράγοντες κινδύνου
Υπάρχουν ορισμένες συνθήκες που αυξάνουν τον κίνδυνο της παιδικής κακοποίησης.
Πολλοί γονείς που κακοποιούν σωματικά ή ψυχικά τα παιδιά τους δεν νιώθουν οι ίδιοι καλά. Αυτό δεν αποτελεί συγχωροχάρτι αλλά εξήγηση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος κακοποίησης του παιδιού υπάρχει σε οικογένειες όπου κακοποιείται η ίδια η μητέρα, ενώ ο αμέσως επόμενος μεγαλύτερος κίνδυνος υπάρχει σε οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. Άλλοι παράγοντες κινδύνου μπορεί να είναι γονείς που οι ίδιοι έχουν πέσει θύματα κακοποίησης ως παιδιά, που κάνουν χρήση ουσιών ή οινοπνεύματος και που έχουν έντονο στρες, κόπωση ή κακή διάθεση.
Είναι σημαντικό να τονισθεί πως οι λόγοι που προαναφέρονται αποτελούν ενδεχόμενο αυξημένης πιθανότητας και όχι βεβαιότητας άσκησης βίας.
Επίσης, παιδιά με κάποιας μορφής αναπηρία, μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα συμπεριφοράς ή με κάποιο χρόνιο νόσημα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πέσουν θύματα κακοποίησης. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο κακοποίησης. Η εξήγηση είναι πως οι γονείς των παιδιών αυτών αντιμετωπίζουν πολύ δύσκολες καταστάσεις που, σε συνδυασμό με την αυξημένη ανάγκη άμεσης και ιδιαίτερης φροντίδας που έχουν τα παιδιά της ηλικίας αυτής, οδηγούν τους γονείς πέρα από τα όρια των αντοχών τους.
Ο κανόνας κι εδώ επαναλαμβάνεται. Πάντα την «πληρώνει» ο πιο αδύναμος και ο πιο εκτεθειμένος.

Πως αντιδρά το παιδί – συνέπειες
Τα παιδιά που πέφτουν θύματα κακοποίησης αντιδρούν συχνά πολύ έντονα. Πολλά από αυτά φοβούνται για τη ζωή τους ή για τη ζωή άλλων μελών της οικογένειάς τους. Πολλές φορές, αναλαμβάνουν τα ίδια την ευθύνη των όσων τους συμβαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να  αποτρέψουν τη βία ή να προστατέψουν τη μητέρα ή κάποιο αδέλφι τους. Συνηθισμένα είναι, επίσης, και τα αισθήματα ντροπής. Τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν έντονα συμπτώματα που να είναι πολύ εμφανή στον περίγυρο, όπως επιθετικότητα, δυσκολίες ύπνου ή διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα. Συχνά, μπορεί να υπάρχουν επίσης σημάδια στο κορμί του παιδιού, όπως μελανιές, πρηξίματα, καψίματα, δαγκωνιές κ.ά.
Δεν είναι βέβαιο πως τα άτομα του άμεσου περίγυρου του παιδιού αντιλαμβάνονται πως αυτό έχει πέσει θύμα κακοποίησης. Ο τρόμος και η ανησυχία υπάρχουν μόνιμα στην ψυχή του παιδιού, χωρίς όμως να γίνονται πάντα αντιληπτά από τους έξω. Τα κακοποιημένα παιδιά αντιδρούν με πολλούς και διάφορους τρόπους. Ορισμένα αντιδρούν με θυμό, άλλα με το να είναι πολύ προσεκτικά και φοβισμένα, σε βαθμό που να γίνονται σχεδόν αόρατα για τον περίγυρο, ενώ  κάποια άλλα δεν δείχνουν το παραμικρό. Τα συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν πολύ αργότερα, όταν το παιδί νιώσει ασφάλεια ή όταν κάποια νέα κατάσταση/αφορμή ενεργοποιήσει τις παλιές τους μνήμες.
Το μεγάλωμα ενός παιδιού σε μια οικογένεια όπου ασκείται συχνά βία αποτελεί ένα σοβαρότατο παράγοντα κινδύνου τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική του υγεία. Αν και όχι όλα, τα περισσότερα όμως παιδιά εμφανίζουν διάφορα συμπτώματα, όπως κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσκολίες αυτοσυγκέντρωσης, μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολίες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις με τους συνομηλίκους τους, τραυματισμός της βασικής τους εμπιστοσύνης προς τους άλλους, επιθετικότητα, ψυχοσωματικά συμπτώματα κ.ά.
Τα περισσότερα κακοποιημένα παιδιά μαθαίνουν να μη μιλούν για τη βία που βιώνουν στην οικογένειά τους έξω από αυτήν. Μοιάζει σαν να υπάρχει μια «κουλτούρα σιωπής» στην οικογένεια, ενός είδους ομερτά που όλοι υποτάσσονται σε αυτήν. Όταν η κακοποίηση τελειώσει είναι σαν να μην έχει συμβεί ποτέ.
Τι μπορεί να κάνει κάποιος ως φίλος;
Εάν κάποιος ανησυχεί για έναν φίλο ή φίλη του που πιστεύει πως κακοποιείται αλλά που δεν μιλά για αυτό, θα πρέπει να απευθυνθεί σε έναν ενήλικα της εμπιστοσύνης του για να ζητήσει βοήθεια (δάσκαλο, καθηγητή, το δικό του γονιό ή άλλο πρόσωπο εμπιστοσύνης). Εάν ένας φίλος μας αποκαλύψει πως κακοποιείται, δεν θα πρέπει να του υποσχεθούμε πως δεν θα μιλήσουμε σε κανέναν. Ένα τόσο σοβαρό γεγονός ποτέ δεν  πρέπει να μετατραπεί σε μυστικό γιατί τότε αποκλείεται και κάθε δυνατότητα βοήθειας. Δεν προδίδουμε το φίλο μας εάν μιλήσουμε με κάποιον ώστε να βρεθεί τρόπος να τον βοηθήσουμε.
Είναι πολύ σημαντικό να ακούμε τα όσα έχει να μας πει ο φίλος μας, που βιώνει ένα τέτοιο δράμα, αλλά θα πρέπει κι εμείς να ζητήσουμε από κάπου βοήθεια, εάν δεν ξέρουμε ή δεν είμαστε βέβαιοι το τι πρέπει να κάνουμε.

Τι μπορεί να κάνει κάποιος ενήλικας;
Εάν κάποιος (γείτονας, γνωστός, προσωπικό παιδικού σταθμού, δάσκαλος, καθηγητής κ.ά.) γνωρίζει ή συναντά ένα παιδί που υποπτεύεται πως κακοποιείται στο σπίτι του, θα πρέπει να προσπαθήσει να μιλήσει μαζί του πολύ προσεκτικά. Τα παιδιά που βρίσκονται σε μια τέτοια θέση δεν μιλούν ξεκάθαρα για όσα τους συμβαίνουν και δίνουν συχνά ασαφή, ακόμα και αντιφατικά, μηνύματα. Είναι σημαντικό να μη δείξουμε το φόβο ή τον αποτροπιασμό μας στο παιδί, εάν αρχίσει να μας μιλά, γιατί τότε είναι πιθανό να πιστέψει πως δεν μπορούμε ή δεν αντέχουμε να ακούσουμε αυτά που βιώνει.
Θα πρέπει να βοηθήσουμε το παιδί να μιλήσει. Θα πρέπει να ρωτήσουμε όχι όμως να ανακρίνουμε. Θα πρέπει να δείξουμε ενδιαφέρον και πως έχουμε χρόνο να του αφιερώσουμε. Το παιδί μπορεί να έχει εκβιασθεί να μη μιλήσει, να φοβάται και, για το λόγο αυτό, να χρειάζεται το χρόνο του ώστε να μπορέσει να μιλήσει για τόσο φοβερά πράγματα.
Ο καθένας που έχει κάποιες υποψίες πως ένα παιδί κακοποιείται θα πρέπει να το καταγγέλλει άμεσα στις κοινωνικές υπηρεσίες. Δεν χρειάζεται να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο και αποτελεί παράλληλα τη σοβαρότερη αιτία που πολλές περιπτώσεις κακοποιημένων παιδιών δεν έρχονται ποτέ στην επιφάνεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ίδιο το παιδί. Οι κοινωνικές υπηρεσίες μπορεί να μας δώσουν χρήσιμες συμβουλές και, αν το κρίνουν απαραίτητο, να αναλάβουν αυτές τη συνέχεια της περίπτωσης.
Η σιωπή σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι ταυτόσημη με ακούσια συνενοχή και αιτία μη έγκαιρης αποτροπής σοβαρότατων επιπτώσεων, ακόμα και για την ίδια τη ζωή ενός παιδιού…
Πηγή  i-psyxologos.gr

Σχόλια