Έρευνα:
Το φαινόμενο της βίας στην παιδική ηλικία και η ευθύνη μας να το αντιμετωπίσουμε,
του Παντελή Πρώιου

Αποτέλεσμα εικόνας για Το φαινόμενο της βίας στην παιδική ηλικία και η ευθύνη μας να το αντιμετωπίσουμε, του Παντελή Πρώιου


Πολλοί από μας συχνά μένουμε άφωνοι και κουνάμε με νόημα το κεφάλι, όταν ακούμε τα παντός είδους κρούσματα βίας, είτε αυτά γίνονται στους δρόμους, στα γήπεδα, στα σχολεία, στο σπίτι ή αλλού, και έχουν ως πρωταγωνιστές και θύτες, νεαρά άτομα ή και ακόμα ανήλικα παιδιά. Σε πολλούς από μας επίσης γεννιούνται τα παρακάτω ερωτήματα:

Είναι αυτά τα νεαρά ή ανήλικα άτομα
οι θύτες ή τα θύματα; Τι είναι αυτό που τα παρακινεί και οπλίζει τα απαλά ακόμα χέρια τους ώστε να μετέλθουν  βία, ή ακόμα και να αφαιρέσουν μια ή και πολλές ανθρώπινες ζωές, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, τη Νορβηγία και τελευταία και στην Ελλάδα, καθώς και αλλού, και μάλιστα εν ψυχρώ και χωρίς κανένα αίσθημα ενοχής.

Τι είναι αυτό που τα έκανε να φτάσουν σ’ αυτόν τον έσχατο τρόπο έκφρασης, των όποιων αισθημάτων οργής και θυμού; Μερικοί ίσως να απαντήσουν ότι, αυτά τα παιδιά ή τα νεαρά άτομα, γεννήθηκαν έτσι, για να γίνουν εγκληματίες-φονιάδες, έτσι γινόταν παλαιότερα, έτσι γίνεται και τώρα και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται και στο μέλλον. Ακόμα και αν παραδεχτούμε ότι αυτή η άποψη μπορεί ν’ αληθεύει, έστω και μερικά, τότε τίθεται το ερώτημα: Μπορεί μια πολιτισμένη σύγχρονη κοινωνία να παραμένει ένας άφωνος και άβουλος θεατής και μάρτυρας μιας τέτοιας, χωρίς νόημα, ανθρωποθυσίας; Υπάρχουν όμως και οι μελετητές-ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που παρατηρούν, καταγράφουν και μελετούν τα ανησυχητικά αυξανόμενα φαινόμενα της νεανικής βίας στις σημερινές ευημερούσες ‘πολιτισμένες’ κοινωνίες, οι οποίοι δεν συμφωνούν με την παραπάνω μοιρολατρική θέση, δηλαδή ότι έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα ναι και προσπαθούν να κάνουν κάτι.

Σκύβουν πάνω από αυτό το φαινόμενο-πρόβλημα, για να δουν αν όντως υπάρχει μια αυξανόμενη ροπή ή τάση για το τυφλό, χωρίς νόημα έγκλημα και εάν ναι, ποιοι είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που το υποθάλπουν και το ενισχύουν και πως μπορεί να ανασχεθούν.

Μελετώντας σχετικές έρευνες Αμερικανών συναδέλφων, η χώρα των οποίων ταλανίζεται χρόνια τώρα από την νεανική και όχι μόνο βία, βλέπουμε να οδηγούνται με μαθηματική-στατιστική ακρίβεια στο να συσχετίζουν την αύξηση της νεανικής βίας με την αντίστοιχη αύξηση προβολής της πραγματικής ή φανταστικής βίας, μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν τις γνωρίζω, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν αντίστοιχες μελέτες στον Ευρωπαϊκό ή τον Ελληνικό χώρο -έχω έλθει πρόσφατα από τις ΗΠΑ-, και πολύ φοβάμαι, παρατηρώντας γύρω μου και επειδή λόγω επαγγέλματος έρχομαι σε επαφή με πολλά παιδιά και οικογένειες, ότι με μια μικρή καθυστέρηση, ακολουθούμε κατά πόδας τις ΗΠΑ, τουλάχιστον σε ότι αφορά την ποιότητα και τη συχνότητα προβολής της βίας στα Ελληνικά ΜΜΕ.

Είναι επομένως θέμα χρόνου, και ίσως να μην αργήσουμε να δούμε και εμείς τα ίδια φαινόμενα, πράγμα που απεύχομαι, όπως αυτά της ομαδικής εκτέλεσης συμμαθητών και διδασκάλων, από μαθητές σε Σχολεία των ΗΠΑ, όπως του Jonesboro στο Arkansas, του West Paducah στο Kentucky, του Pearl στο Mississippi, του Stamps στο Arkansas, κλπ.

Οι Αμερικανοί συνάδελφοι, μεταξύ άλλων σχολιάζουν χαρακτηριστικά, σε σχετικό άρθρο τους στο έγκυρο περιοδικό των Αμερικανών Ψυχολόγων (American Psychologist), για την ‘Βία στα ΜΜΕ και το Αμερικάνικο Κοινό: «Η σύγχρονη κοινωνία εκτίθεται σε μια τεράστια δόση βίας από τα ΜΜΕ. Τί επίδραση έχει στους ανθρώπους, εάν έχει καμία, αυτή η έκθεση (στη βία); Κατά τον 20ο αιώνα έλαβαν χώρα δύο από τις μεγαλύτερες εξάρσεις: η εκρηκτική αύξηση-έξαρση των ΜΜΕ, καθώς και η έξαρση του βίαιου εγκλήματος.» L. Rowell Huesmann et al.

Στη συνέχεια, αυτοί οι ερευνητές, κάνουν μια μεθοδική ανάλυση για το πώς αιτιολογείται η παράλληλη έξαρση και των δύο και μάλιστα από την εποχή που η τηλεόραση έγινε κτήμα των περισσότερων νοικοκυριών των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα, από το 1950 όταν είχαν τηλεόραση μόνο το 9% των νοικοκυριών, μέχρι το 1985 όταν η τηλεόραση μπήκε στο 98% των νοικοκυριών. Αναφέρουν χαρακτηριστικά, ότι ένα σύγχρονο, μέσο Αμερικανόπουλο περνά περίπου 40 ώρες την εβδομάδα μπροστά στην τηλεόραση, δηλαδή ένα πλήρες ωράριο εργασίας, (Kaiser Family Foundation, 1999).

Φαίνεται ότι και εμείς δεν απέχουμε πολύ από αυτά τα νούμερα. Πρόσφατα μάλιστα, πήρε το αυτί μου μια είδηση από το ραδιόφωνο, (ένα από τα πλέον ‘ακίνδυνα’, κατά την ταπεινή μου γνώμη ΜΜΕ), ότι το μέσο Ελληνόπουλο ξοδεύει αντίστοιχα 30 ώρες την εβδομάδα μπροστά στην τηλεόραση. Δεν επιχειρώ με αυτά τα δεδομένα να δαιμονοποιήσω ούτε την τηλεόραση, ούτε τα άλλα ηλεκτρονικά μέσα όπως, το βίντεο, τα βίντεο-παιχνίδια, ή τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ακόμα λιγότερο τα έντυπα ΜΜΕ και το ραδιόφωνο.

Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα θαυμάσια και θαυμαστά επιτεύγματα της σύγχρονης ανθρώπινης τεχνολογίας και ευρηματικότητας, πολύ χρήσιμα στον τομέα της εκπαίδευσης, της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Ούτε πιστεύω, όπως και οι παραπάνω συνάδελφοι ερευνητές δεν πιστεύουν, ότι η έξαρση της νεανικής βίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη βία που προβάλλεται στα σύγχρονα ΜΜΕ. Η έξαρση της βίας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που εξαρτάται από πολλούς άλλους και συχνά δύσκολα να εντοπιστούν παράγοντες, πχ περιβαλλοντικούς κ α., όπως:

1. Η μοναχικότητα της πυρηνικής οικογένειας, οι ‘μοντέρνες ανθυγιεινές’ διατροφικές συνήθειες, οι απάνθρωποι πολεοδομικοί σχεδιασμοί και τα προβλήματα που δημιουργούν στις σχέσεις των ανθρώπων στις σύγχρονες απρόσωπες πλέον πόλεις, γειτονιές και πολυκατοικίες.

2. Η εύθραυστη δομή της πυρηνικής οικογένειας που θέλει και τους δύο γονείς έξω από το σπίτι στον αγώνα της επιβίωσης, ή της καριέρας, όπου το ρόλο του ‘παραμυθά’ παππού ή γιαγιάς τον έχει αναλάβει η τηλεόραση, ή στην καλύτερη περίπτωση η ‘κατάλληλη’ baby-sitter.

3. Η έλλειψη κατάλληλων φυσικών και σωματικών δραστηριοτήτων των νέων, λόγω συνωστισμού σε μικρούς και ακατάλληλους σχολικούς χώρους, στις υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων, καθώς και σε πολλές άλλες γνωστές, ή και άγνωστες αιτίες. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία και η συμβολή των παραπάνω παραγόντων στην έξαρση της βίας γενικότερα, και της νεανικής βίας ειδικότερα, στην παρούσα έρευνα για τη συμβολή των ΜΜΕ στην έξαρση της βίας, αυτό που μας ενδιαφέρει και μας προβληματίζει εδώ δεν είναι το Μέσο αλλά το Μήνυμα.

Οι εν λόγω Αμερικανοί ερευνητές σημειώνουν ότι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, στα προγράμματα τηλεόρασης,- καλωδιακής και ελεύθερης εκπομπής-, διάρκειας 8.000 ωρών, βρήκαν ότι στο 60% υπήρχε βία (National Television Violence Study, 1996, 1997, 1998). Επίσης σε μια άλλη έρευνα, (Huston et al., 1992) βρέθηκε ότι το μέσο Αμερικανάκι που αποφοιτά από το Δημοτικό Σχολείο, έχει ήδη δει πάνω από 8.000 φόνους και πάνω από 100.000 διάφορες πράξεις βίας όπως, επιθέσεις, βιασμούς κλπ.

Η βία επίσης κυριαρχεί και στα βίντεο-παιχνίδια, για παράδειγμα ο ερευνητής Provenzo, (1999) βρήκε ότι το 85% των πιο δημοφιλών-αγαπημένων παιχνιδιών είχαν βία. Ακόμα και μικρότερα παιδιά εκτίθενται στη βία, όπως βρήκαν οι ερευνητές, Buchman and Funk (1996), μαθητές της τετάρτης τάξης προτιμούσαν σαν τα πιο αγαπημένα τους, τα παιχνίδια με βία, 59% τα κορίτσια και 73% τα αγόρια.

Μια εξήγηση που δίνουν οι ερευνητές γι’ αυτή την μεγάλη έμφαση που δίνουν τα ΜΜΕ στην παραγωγή θεαμάτων και παιχνιδιών με βία είναι το γεγονός ότι αυτά είναι πιο εμπορεύσιμα και εύκολα να πουληθούν και να εξαχθούν και στο εξωτερικό, γιατί είναι ευκολότερα να μεταφραστούν σε άλλες γλώσσες από ότι είναι άλλα έργα, όπως κωμωδίες κλπ, που απαιτούν πιο λεπτές πολιτιστικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και γνώσεις. ‘Οι ΗΠΑ είναι η πιο βίαιη χώρα μεταξύ των βιομηχανικών χωρών’, αναφέρουν οι (Zimring & Hawkins, 1997), και οι ερευνητές έχουν αρχίσει να μελετούν για την πιθανή σχέση μεταξύ της βίας που εμφανίζεται στα ΜΜΕ και τη βία που παρατηρείται στην κοινωνία των ΗΠΑ από τις αρχές του 1960.

Από το 1965 παρατηρείται μια δραματική έξαρση της βίας στις ΗΠΑ, που συμπίπτει και με την ενηλικίωση της πρώτης γενιάς των παιδιών που μεγάλωσαν μπροστά στην τηλεόραση (1950-1965). Παρόμοιες μελέτες και σε άλλες χώρες έχουν δείξει μια παρόμοια έξαρση της βίας, συγκρίνοντας τις εποχές πριν και μετά την είσοδο της τηλεόρασης στα νοικοκυριά (Centerwall, 1989, 1992). Και εδώ πάλι οι ερευνητές-συγγραφείς είναι προσεκτικοί και μελετούν πολλά ακόμα στοιχεία πριν κάνουν άμεση συσχέτιση των δύο αυτών γεγονότων, δηλαδή, αύξηση προβολής της βίας μέσα από την τηλεόραση και αύξηση της βίας στην κοινωνία. Για παράδειγμα προσπαθούν να δουν αν τα επίπεδα της βίας που παρουσιάζονται στην τηλεόραση είναι αντίστοιχα με αυτά που υπάρχουν στην πραγματική κοινωνία και ζωή. Αυτό επιχειρείται, ενώ την ίδια στιγμή οι εκπρόσωποι των τριών μεγαλύτερων τηλεοπτικών δικτύων των ΗΠΑ σχολιάζουν: Όπως, π.χ. ο Leonard Goldenson, του ABC ότι: “Αρκετοί Αμερικανοί δυσανασχετούν διότι κρατάμε μπροστά τους τον καθρέπτη (υπονοώντας την οθόνη της τηλεόρασης), που τους δείχνει την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, ("Fighting Violence" 1968, p.59).

Ο Julian Goodman του NBC συμπληρώνει και συμφωνεί επίσης όταν λέει ότι: ‘Ενοχοποιείται το μέσον (εννοεί την τηλεόραση) για το μήνυμα’, (‘Fighting Violence’ 1968, p. 59 ). Και ο Howard Stringer του CBS, υποστηρίζει ότι η βιομηχανία της τηλεόρασης, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κρατά απλά ένα καθρέπτη μπροστά στο Αμερικάνικο κοινό’ ( West, 1993 ). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Zev Braun, επίσης από το CBS, λέγοντας, κατά τη συζήτηση του Νομοσχεδίου για τη Βία στο Κοινοβούλιο το 1993 ότι: ‘ Ζούμε σε μια βίαιη κοινωνία. Η τέχνη μιμείται τον τρόπο ζωής και όχι το αντίστροφο’. Στη συνέχεια οι ερευνητές κάνουν μια ποσοτική και ποιοτική σύγκριση μεταξύ των μεγεθών της βίας που συμβαίνει στην πραγματικότητα και αυτών που παρουσιάζονται στα λεγόμενα ‘Reality - based’ προγράμματα της τηλεόρασης.

Η διαφορά είναι συντριπτική. Από τα επίσημα στοιχεία του FBI, (FBI; 1951-1999) Uniform Crime Reports, που διαιρεί τις παραβατικές πράξεις- (κακουργήματα) σε δύο μεγάλες κατηγορίες, βίαιες, και μη-βίαιες, το 87% των παραβατικών πράξεων που συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο είναι μη-βίαιες, ενώ μόνο το 13% των παραβατικών πράξεων στα ‘ Reality-based’ προγράμματα είναι μη-βίαια. Η μεγαλύτερη ασυμφωνία μεταξύ του πραγματικού κόσμου και αυτού της τηλεόρασης παρουσιάζεται στα εγκλήματα ανθρωποκτονίας, που είναι από τα πιο βίαια. Από τα εγκλήματα που αναφέρονται από το FBI, μόνο το 0,2% είναι ανθρωποκτονία, ενώ περίπου το 50% των εγκλημάτων που παρουσιάζονται στα ‘Reality-based’ προγράμματα αφορούν εγκλήματα ανθρωποκτονίας, ( Oliver, 1994 ).

Σύμφωνα με τον κριτικό ταινιών Michael Medved (1995), ‘το επιχείρημα ότι η βιομηχανία διασκέδασης (entertainment industry) απλά κατοπτρίζει το επίπεδο βίας της κοινωνίας, είναι ένα ψέμα’. Και συνεχίζει: ‘‘Εάν αυτό ήταν αλήθεια, τότε γιατί τόσο λίγοι άνθρωποι γίνονται μάρτυρες ανθρωποκτονίας στην πραγματική ζωή, ενώ όλοι βλέπουν ανθρωποκτονίες στη τηλεόραση και στα έργα; Το πιο βίαιο γκέτο δεν βρίσκεται στο Νότιο Κεντρικό Λος Άντζελες, ή στο Νότιο-ανατολικό τμήμα της Ουάσιγκτον. Είναι στην τηλεόραση.

Περίπου 350 χαρακτήρες εμφανίζονται κάθε βράδυ στην ώρα με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση, και από τις μελέτες φαίνεται ότι περίπου 7 από αυτούς σκοτώνονται. Εάν αυτή η αναλογία συνέβαινε στην πραγματικότητα, τότε μέσα σε 50 μόνο ημέρες θα είχαν σκοτωθεί όλοι στις ΗΠΑ και ο τελευταίος που θα έμενε θα μπορούσε να κλείσει τον διακόπτη της τηλεόρασης (pp156-157)”. Και οι ερευνητές συνοψίζουν: “Υπάρχει πολύ μεγαλύτερη βία στον κόσμο των ταινιών (Reel world - τηλεόραση-κινηματογράφο), παρά στον πραγματικό κόσμο (Real world)’’.

Στη συνέχεια τίθεται το ερώτημα. ‘Υπάρχει όντως αξιόλογη ένδειξη που να συνδέει την έκθεση στη βία των ΜΜΕ με την αύξηση της επιθετικότητας;’ Οι διάφοροι εκπρόσωποι της βιομηχανίας της διασκέδασης, δηλαδή τηλεόραση - κινηματογράφος, συχνά επιχειρηματολογούν ότι η βία που παρουσιάζουν δεν έχει καμιά επίδραση στην επιθετική συμπεριφορά. Ενώ από την άλλη κερδίζουν τεράστια ποσά από τις διαφημίσεις που προβάλουν. Όπως είπε και ο πρώην Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών Reed Hundt : ‘Εάν μια απλή διαφήμιση μπορεί να πουλήσει, σαπούνια, σάλτσα και δημητριακά, τότε ποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι η βία που προβάλλεται στην τηλεόραση δεν μπορεί επίσης να επηρεάσει σε κάποιο βαθμό μερικούς τηλεθεατές, ιδιαίτερα μάλιστα μερικά από τα παιδιά που εντυπωσιάζονται’, (Eggerton, 1994, p. 10).

Οι συγγραφείς αναφέρονται επίσης στο επιχείρημα που παραθέτουν οι εκπρόσωποι των ΜΜΕ, ότι δηλαδή οι θεατές βλέποντας την βία στην τηλεόραση ωφελούνται καθώς απαλλάσσονται από τα δικά τους αρνητικά αισθήματα μέσα από τη διαδικασία της ‘κάθαρσης’ όπως περιέγραψε πρώτος ο Αριστοτέλης στον ορισμό της αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας και υιοθέτησε πρόσφατα ο Σίγκμουντ Φρόυντ. Κατόπιν έρχεται η επιστημονική απόδειξη, η οποία βασίζεται στην ποιοτική και ποσοτική ανάλυση πολυάριθμων μελετών για την βία στα ΜΜΕ, που έχουν γίνει κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών, και τις επιπτώσεις της στην επιθετικότητα.

Όλες αυτές οι αναλύσεις των ερευνών έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα: ‘Ότι η έκθεση στη βία αυξάνει την επιθετικότητα’ και αναφέρονται οι βιβλιογραφίες όπως: (Hearold, 1986; Hogben, 1998; Huston et al., 1992; National Institute of Mental Health, 1982; Paik & Comstock, 1994; Surgeon Generals Scientific Advisory Committee onTelevision and Social Behavior, 1972; WoodWong and Cachere, 1991).

Έχοντας σαν βάση τα ευρήματα αυτών των μελετών, τον Ιούλιο του 2000, έξι από τους μεγαλύτερους επαγγελματικούς Συλλόγους των ΗΠΑ,όπως : Ο Σύλλογος Αμερικανών Ψυχολόγων, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής, η Αμερικανική Ακαδημία Ψυχιατρικής Παιδιού και Εφήβου, ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος, η Αμερικανική Ακαδημία Οικογενειακών Ιατρών και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, υπέγραψαν μια κοινή Δήλωση για τους κινδύνους που παρουσιάζει η έκθεση των παιδιών στη βία που προβάλλεται από τα ΜΜΕ, σημειώνοντας μάλιστα ότι ‘… επί του παρόντος πολύ περισσότερες από 1000 μελέτες…. δείχνουν χωρίς καμία αμφιβολία ότι συνδέονται σαν αιτία και αποτέλεσμα, η βία που προβάλλεται στα ΜΜΕ και η επιθετική συμπεριφορά σε ορισμένα παιδιά’ (Joint Statement, 2000, p.1).

Παρόλα αυτά βέβαια η κοινή απάντηση της ‘βιομηχανίας της διασκέδασης’ είναι η άρνηση για τη σπουδαιότητα και για τη στατιστική σημασία αυτών των ευρημάτων. Όπως του Jim Burke of Rysher Entertainment, που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ της βίας στα ΜΜΕ και της επιθετικότητας, ή ότι οι επιπτώσεις είναι τόσο μικρές ή επηρεάζουν τόσα λίγα άτομα που οι κίνδυνοι για την κοινωνία είναι τόσο μηδαμινοί, ώστε μπορεί και πρέπει να αγνοηθούν. Επίσης ένας αρθρογράφος στο περιοδικό Time, έβγαλε το συμπέρασμα ότι: Αν και οι έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ της βίας που παρουσιάζεται στα ΜΜΕ και της επιθετικής συμπεριφοράς, η συσχέτιση είναι πολύ μικρή’. (K. Anderson, 1993, p. 66).

Οι παραπάνω Αμερικανοί ερευνητές προχωρούν σε μια ‘πιο λογική ανάλυση’ για να υποστηρίξουν τη θέση τους για την επίδραση των ΜΜΕ στην έξαρση της βίας, όπως ‘Η αναλογία μεταξύ καπνίσματος και βίας των ΜΜΕ’. Επισημαίνουν ότι υπάρχουν έξι παραλληλισμοί μεταξύ της σχέσης του καπνίσματος και του καρκίνου των πνευμόνων και της σχέσης μεταξύ της προβολής της βίας στα ΜΜΕ και της επιθετικότητας.

1. Δεν παθαίνουν καρκίνο του πνεύμονα όλοι όσοι καπνίζουν, ούτε όσοι παθαίνουν καρκίνο του πνεύμονα είναι όλοι καπνιστές. Ομοίως, όλοι όσοι βλέπουν βία στα ΜΜΕ δεν γίνονται επιθετικοί, ούτε όλοι όσοι είναι επιθετικοί βλέπουν βίαια θεάματα στα ΜΜΕ.

2. Το κάπνισμα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που προκαλεί καρκίνο του πνεύμονα, αλλά είναι όμως ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Ομοίως, η έκθεση στη βία των ΜΜΕ δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που προκαλεί την επιθετικότητα, αλλά είναι όμως ένας πολύ σημαντικός παράγοντας.

3. Το πρώτο τσιγάρο μπορεί να προκαλέσει τάση για εμετό στο άτομο που πρωτοδοκιμάζει, αλλά με την επανάληψη, αυτή η τάση ελαττώνεται και το άτομο αρχίζει να έχει επιθυμία για περισσότερα τσιγάρα. Ομοίως, η πρώτη έκθεση στη βία των ΜΜΕ μπορεί να προκαλέσει (ιδίως στα παιδιά) άγχος και φόβο (Cantor, 2000). Όμως η επαναλαμβανόμενη έκθεση στη βία ελαττώνει αυτά τα φαινόμενα (άγχος και φόβο) και κάνει τον θεατή να θέλει μεγαλύτερες δόσεις θεαμάτων με βία.

4. Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του καπνίσματος είναι σχετικά ασήμαντες στις περισσότερες περιπτώσεις και εξαφανίζονται σχετικά γρήγορα. Το κάπνισμα ενός τσιγάρου έχει πολλές φυσιολογικές επιπτώσεις οι οποίες όμως σπάνια είναι σοβαρές και εξαφανίζονται μέσα σε μια ώρα περίπου. Ομοίως, το να δει κάποιος ένα βίαιο πρόγραμμα στη τηλεόραση, αυξάνει τις επιθετικές σκέψεις, αισθήματα και συμπεριφορές, αλλά αυτές οι επιπτώσεις συνήθως εξαφανίζονται μέσα σε μία ώρα περίπου (Bushman and Huesmann, 2001).

5. Οι μακροπρόθεσμες, συσσωρευμένες επιπτώσεις του καπνίσματος είναι σχετικά σοβαρές. Ένα τσιγάρο έχει λίγη επίπτωση στον καρκίνο του πνεύμονα. Εν τούτοις , το επαναλαμβανόμενο μακροχρόνιο κάπνισμα, όπως ένα πακέτο την ημέρα για 15 χρόνια, αυξάνει σοβαρά την πιθανότητα ώστε αυτό το άτομο να πάθει καρκίνο του πνεύμονα, καθώς και άλλες ασθένειες. Ομοίως , το να δει ένα παιδί ένα έργο με βία, έχει λίγη επίπτωση στην πιθανότητα αυτό το παιδί να γίνει ένα καθ' έξιν βίαιο άτομο, αλλά η εμπειρική ένδειξη τώρα δείχνει ξεκάθαρα ότι η επαναλαμβανόμενη έκθεση στη βία των ΜΜΕ, για παράδειγμα, δύο ώρες για 15 χρόνια, προκαλεί σοβαρή αύξηση της πιθανότητας ώστε ένα άτομο να γίνει καθ' έξιν επιθετικό άτομο και περιστασιακά ένας παραβάτης του νόμου, λόγω βίαιης συμπεριφοράς (Huesmann, Moise, Podolski, and Eron, 2000).

6. Ένας ακόμα παραλληλισμός αξίζει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Στο μακροχρόνιο αγώνα της Ιατρικής Επιστήμης ενάντια στη βιομηχανία καπνού, τα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών καπνοβιομηχανιών τους οδήγησαν προφανώς να αρνούνται δημόσια ότι υπάρχει οποιαδήποτε επιστημονική ένδειξη που να στηρίζει τον ισχυρισμό ότι τα προϊόντα του καπνού προξενούν καρκίνο στους πνεύμονες. Πολλά από αυτά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό τον πόλεμο της παραπλάνησης έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται από την Βιομηχανία της Διασκέδασης, σχετικά με τις αναφορές ότι η έκθεση στη βία που προβάλλεται από τα ΜΜΕ προξενεί επιθετική συμπεριφορά.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι ισχυρισμοί της βιομηχανίας, (Καπνού και Διασκέδασης) ότι δεν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις, έχουν συνεχιστεί για πολύ καιρό, ακόμα και μετά τη συλλογή επιστημονικών δεδομένων που ξεκάθαρα δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία για τη σοβαρότητα των επιπτώσεων εξ' αιτίας της κατανάλωσης των προϊόντων του καπνού και της έκθεσης στη βία των ΜΜΕ. Αυτό το ορόσημο στην ιστορία των επιστημονικών εξελίξεων για την περίπτωση του καπνίσματος είχε τεθεί πριν από αρκετό χρόνο: Όταν το 1964 ο Υπουργός Υγείας των ΗΠΑ συμπέρανε ότι οι ενδείξεις για τις επιβλαβείς επιπτώσεις του καπνίσματος ήταν τόσο πολλές και πειστικές ώστε να πληροφορήσει το Αμερικανικό κοινό γι' αυτό (U.S. Department of Health, Education and Welfare, 1974).

Κάτι ανάλογο είχε γίνει επίσης πριν από αρκετό χρόνο, για τα επιστημονικά δεδομένα που έδειχναν ότι δεν υπάρχει καμιά αιτιολογημένη αμφιβολία για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει στους τηλεθεατές η προβολή της βίας από τα ΜΜΕ. Έτσι ο Υπουργός Υγείας των ΗΠΑ εξέδωσε μια τέτοια δήλωση το 1972 ( Surgeon General's Scientific Advisory Committee on Television and Social Behavior, 1972).

Στη συνέχεια οι συγγραφείς αυτού του άρθρου κάνουν μια αναφορά για το ποσοστό των τηλεθεατών που είναι πιθανό να επηρεάζονται από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, που και αν ακόμα είναι 1%, θεωρείται σαν ένα πολύ ευνοϊκό ποσοστό από τους διαφημιστές. Εάν κατ’ αναλογία, μόνο 1% των τηλεθεατών επηρεάζεται από την βία που προβάλλεται από τα ΜΜΕ, τότε σε ένα πληθυσμό 10.000.000 θα έχουμε ένα ποσοστό 100.000 ατόμων που είναι πιθανό να γίνουν πιο επιθετικοί. Ακόμα και αν ελαττωθεί το ποσοστό επηρεασμού, π.χ. ενός ατόμου στα χίλια και πάλι το ποσοστό είναι αρκετό για να δημιουργήσει χάος και πανικό όπως συνέβη σε διάφορα Σχολεία των ΗΠΑ όταν ένας μόνο μαθητής ήταν αρκετό για να σπείρει τον τρόμο και το θάνατο μεταξύ των συμμαθητών και των δασκάλων του.

Είναι πολύ γνωστό από έρευνες για πολλές δεκαετίες τώρα (Albert Bandura), όπως και πρόσφατα από την έρευνα του Bushman, 1995, που δείχνει ότι η έκθεση σε ένα πρόγραμμα με σχετικά ήπιας μορφής βία προκαλεί αύξηση της επιθετικότητας σε ένα μεγάλο ποσοστό τηλεθεατών που φθάνει τουλάχιστο στο ένα τέταρτο. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τι μπορεί να συμβαίνει μεταξύ του παιδικού πληθυσμού που αφενός εκτίθεται καθημερινά σε τέτοιες δόσεις βίας από τα ΜΜΕ, ενώ παράλληλα είναι και πιο ευάλωτος και διαθέτει τεράστια αποθέματα ενέργειας, που όμως βρίσκουν πολύ λίγη δυνατότητα και ευκαιρίες για εκτόνωση μέσα στο σημερινό τρόπο και περιβάλλον που ζουν και μεγαλώνουν.

Επομένως οι εικόνες που τελευταία βλέπομε και ακούμε να περιγράφουν οι Εκπαιδευτικοί και οι Ερευνητές, για παιδιά ‘θηρία’ στα Σχολεία, δεν είναι παρά η αρχή μιας πορείας, που αν δεν ληφθούν άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα είναι πιθανό να μας οδηγήσει στα δραματικά φαινόμενα της παιδικής βίας, που συμβαίνουν συχνά σε άλλες χώρες και ιδίως στις ΗΠΑ. Βέβαια όπως ανάφερα και στην αρχή, δεν μπορεί να δαιμονοποιήσει κανείς τα ΜΜΕ για κάθε τι κακό που συμβαίνει στην Κοινωνία μας. Αλλά δεν μπορεί και να αγνοήσει το μέγεθος της επιρροής και της δύναμης που έχουν να πλάθουν και να διαμορφώνουν τις ‘μάζες’ και ιδιαίτερα τα σημερινά παιδιά που περνούν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ημέρας τους μπροστά στην οθόνη. Αυτό που εμείς οι ενήλικες (κράτος, επαγγελματικοί φορείς, ΜΜΕ, εκπαιδευτικοί και γονείς), μπορούμε να κάνομε είναι πρώτα να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα και μετά να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσομε τα προβλήματα από την προβολή της βίας στα ΜΜΕ.

Μπορούμε να δούμε πως τα αντιμετώπισαν και πως τα αντιμετωπίζουν σε άλλες χώρες που έχουν ‘προσβληθεί’ πριν από μας από αυτό το φαινόμενο και να προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα τις πρακτικές που έχουν επιτυχώς μέχρι τώρα δοκιμαστεί.

Ήδη στις ΗΠΑ οι ενημερωμένοι γονείς, οι Επαγγελματικοί Σύλλογοι, πχ Ψυχολόγων και άλλοι φορείς, έχουν αντιδράσει ιδρύοντας οργανώσεις όπως το "ΑCT" (Ενήλικες και Παιδιά Μαζί εναντίον της Βίας), μέσα από τις οποίες προσπαθούν να ενημερώσουν και να εκπαιδεύσουν το κοινό για τα φαινόμενα της βίας και τις πιθανές αιτίες που τα προκαλούν αφενός. Και αφετέρου τους διδάσκουν πως να θωρακιστούν με διάφορους τρόπους, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές επιδράσεις και ακόμα (το πιο δύσκολο) πως να αντιστρέψουν την πρακτική των ΜΜΕ και να προβάλλουν θετικά και υγιεί μοντέλα που δεν μετέρχονται βία για να λύσουν τις όποιες διαφορές και διαφορετικότητες τους.

Δηλαδή πως να μάθουν να ζούνε έχοντας αντίληψη και σεβασμό για τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα, τη δικαιοσύνη και τις ελευθερίες των ιδίων αλλά και των άλλων, όπως αρμόζει σε πολίτες ευνοούμενων δημοκρατικών κοινωνιών. Η βία είναι ο χειρότερος εχθρός όλων αυτών των δημοκρατικών αγαθών και απεργάζεται την κατάλυση των και την μετατροπή των ανθρώπινων κοινωνιών σε απάνθρωπες. Ας μην επιτρέψουμε να γίνει κάτι τέτοιο ούτε στα χρόνια μας αλλά ούτε και στων παιδιών μας. Η ευθύνη είναι μεγάλη και όλη δική μας και ο αγώνας μας πρέπει να είναι το ίδιο.

--------------------------------
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
O Παντελής Α. Πρώιος είναι ψυχολόγος, απόφοιτος του University of Pennsylvania, με M.A. in Community Psychology, από το Temple University, Philadelphia. Έχει διετελέσει Επιστημονικός Υπεύθυνος σε πλήθος εταιρειών και συλλόγων, όπως στην Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων (ΕΕΠΑΑ) και των προγραμμάτων "Ψυχαργώς", αποασυλοποίησης της Εταιρείας Προαγωγής Ψυχικής Υγείας Ηπείρου (ΕΠΡΟΨΥΗ) και παραμένει Επιστημονικός Σύμβουλος σε Προγράμματα και Συλλόγους που σχετίζονται με τα ΑΜΕΑ. Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και Συνδεδεμένο Μέλος του Αμερικανικού Ψυχολογικού Συλλόγου, είναι ο συντονιστής του προγράμματος ACT – Mικροί Μεγάλοι Μαζί Εναντίον της Βίας.

Πηγή     psychologynow.gr

Σχόλια