Oι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας

Αποτέλεσμα εικόνας για zografies gia paidikes fulakes











H Alice Miller, γεννημένη στην Πολωνία το 1923, σπούδασε στη Βασιλεία της Ελβετίας φιλοσοφία, ψυχολογία και κοινωνιολογία. Μετά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής της στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, εκπαιδεύτηκε ως ψυχαναλύτρια στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης και άσκησε αυτό το επάγγελμα για 20 χρόνια. Το 1980 αποφάσισε να διακόψει τη
θεραπευτική και διδακτική δραστηριότητα, προκειμένου να ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων. Έχει δημοσιεύσει 12 βιβλία, με τα οποία γνωστοποίησε στο ευρύ κοινό τα αποτελέσματα των ερευνών της όσον αφορά στις αιτίες και τις συνέπειες των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας. Της Εύης Καφετζή


Πιο συγκεκριμένα, η Alice Miller ενασχολείται με τους κρυφούς χειρισμούς των 
γονέων κατά τη διάρκεια της ανατροφής των παιδιών τους, με τις διάφορες στρατηγικές προφύλαξης ενάντια στα τραύματα της παιδικής ηλικίας, με τις συνέπειες της απώθησης αυτών των τραυμάτων σε προσωπικό επίπεδο, καθώς και με τις σύγχρονες δυνατότητες ανάλυσης των συνεπειών των παιδικών τραυμάτων. Σε αντίθεση με πλήθος εξειδικευμένων εργασιών, οι αναλύσεις της Alice Miller δεν περιορίζονται στις επιπτώσεις του τραύματος στην ενήλικη ψυχοπαθολογία, αλλά θέτουν στο μικροσκόπιο τους κοινωνικές συμπεριφορές και πολιτικά φαινόμενα, όπως ο αυταρχισμός και η ξενοφοβία. Στη συνέχεια, παρατίθενται αποσπάσματα από το βιβλίο της «Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας», ως υποτυπώδη προσέγγιση στο θέμα των παιδικών τραυμάτων.
Το δράμα του προικισμένου παιδιού
Στην πάλη με τις ψυχικές νόσους αναδύεται ως σπουδαίο όπλο, η ανακάλυψη της συναισθηματικής αλήθειας για τη μοναδική και αποκλειστική ιστορία των παιδικών μας χρόνων. Ακολουθώντας μία μακροχρόνια διαδικασία, προσφέρεται η δυνατότητα ανακάλυψης της προσωπικής μας επίπονης αλήθειας, απεγκλωβίζοντας την αίσθηση συναισθηματικής ελευθερίας. Αντίθετα, η στείρα διανοητική γνώση ως επιλογή, διατηρεί την παραμονή μας στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων και της εξαπάτησης του εαυτού μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν τη γνώση της προσωπικής τους ιστορίας, μη συνειδητοποιώντας ότι η ιστορία τους καθορίζει συνεχώς το παρόν τους. Επιλέγουν να ζουν στην ανεπίλυτη κατάσταση που παγιώθηκε στην παιδική τους ηλικία και καθοδηγούνται από ασυνείδητες αναμνήσεις και απωθημένα συναισθήματα.
Οι εμπειρίες ενός παιδιού παραμένουν στο ασυνείδητο του κι εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους στην ενήλικη ζωή. Ειδικά, οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας παραμένουν στο σκοτάδι, μη φωτίζοντας τα κλειδιά για την κατανόηση της μετέπειτα ζωής. Είναι αδύνατο ν’ αλλάξουμε στο παραμικρό το παρελθόν μας και να σιωπήσουμε τις συναισθηματικές απώλειες κατά την παιδική μας ηλικία. Η απόφαση να κοιτάξουμε από πολύ κοντά και να συνειδητοποιήσουμε τη γνώση του παρελθόντος που έχει αποθηκευθεί στο σώμα μας, είναι ο μόνος δρόμος προς την αλλαγή και αναδιοργάνωση του εαυτού μας, αφήνοντας πίσω την αόρατη και απάνθρωπη φυλακή της παιδικής μας ηλικίας.
Πέρα από ακραίες περιπτώσεις, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ξεκινούν τη θεραπευτική διαδικασία με την πεποίθηση ότι στην παιδική τους ηλικία ένιωθαν ευτυχισμένοι και προστατευμένοι. Στην πρώτη συνεδρία θα ισχυριστούν ότι είχαν γονείς με κατανόηση ή διαφορετικά αν έχουν επίγνωση ότι οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν όταν ήταν παιδιά, αισθάνονται ότι οφειλόταν στην ανικανότητα να εκφράσουν κατάλληλα τις επιθυμίες και τα συναισθήματα τους. Το εκπληκτικό γνώρισμα αυτών των ασθενών είναι η ικανότητα ενδοσκόπησης που διαθέτουν, και σε ένα βαθμό να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Η πρόσβασή τους όμως στο συναισθηματικό κόσμο της παιδικής τους ηλικίας έχει αποκλεισθεί, και χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού, καταναγκασμό να έχουν τον έλεγχο και την επιρροή στις καταστάσεις, καθώς και απαίτηση να έχουν συνεχώς επιτυχίες. Γενικά, εκλείπει η ειλικρινής συναισθηματική κατανόηση και η εκτίμηση των μεταστροφών της παιδικής ηλικίας, και η αντίληψη των πραγματικών αναγκών επικαλύπτεται με την αέναη επιθυμία για επιτεύγματα.  Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αρνηθεί την πραγματική τους ιστορία διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία ήταν καλή.
Οι άνθρωποι, τα παιδιά δηλαδή που έκαναν περήφανους τους γονείς τους, τα καταφέρνουν πολύ καλά σε οτιδήποτε κάνουν και είναι επιτυχημένοι όταν θέλουν να είναι. Πίσω όμως από μια ψευδή αυτοπεποίθηση, παραμονεύει η κατάθλιψη, ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης. Αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα αναδύονται στο προσκήνιο κάθε φορά που το ναρκωτικό των ιδεών μεγαλείου τους προδίδει, κάθε φορά που δε βρίσκονται στην κορυφή, που δεν είναι αναμφισβήτητα οι πρωταγωνιστές ή που νιώθουν ξαφνικά ότι δεν κατόρθωσαν ν' ανταποκριθούν σε κάποια ιδεατή εικόνα ή πρότυπα. Τότε παρεισδύουν το άγχος και συναισθήματα θλίψεως.
Ο χαμένος κόσμος των συναισθημάτων
Σύμφωνα με την έρευνα της Alice Miller, οι αιτίες των συναισθηματικών διαταραχών εντοπίζονται στην αρχική προσαρμογή του νηπίου. Από τις πρώτες μέρες της ζωής του, το παιδί έχει πρωταρχική ανάγκη να το αναγνωρίζουν και να το σέβονται σε κάθε στιγμή έκφρασης συναισθήματος και ανάπτυξης της δικής του αισθητηριακής αντίληψης. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σεβασμού και ανεκτικότητας, το παιδί κατά τη φάση του αποχωρισμού, θα μπορέσει ν' αποστασιοποιηθεί προοδευτικά από τη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα και να κάνει τα απαραίτητα βήματα προς την εξατομίκευση και την αυτονομία. Εφόσον οι γονείς έχουν μεγαλώσει σε παρόμοια ατμόσφαιρα, θα έχουν την ικανότητα να εξασφαλίσουν την προστασία και τη συναισθηματική ασφάλεια για την υγιή ανάπτυξη του παιδιού. Οι γονείς που ως παιδιά δεν έζησαν την παρουσία ενός ατόμου να τους κατανοεί και να τους σέβεται, θα αναζητούν την υποκατάσταση αυτής της στέρησης εκ των υστέρων μέσω των παιδιών τους, στην περίπτωση που αγνοούν την απωθημένη ιστορία τους. Η ανάγκη του παιδιού να το σέβονται, να αντιδρούν απέναντί του με τον κατάλληλο τρόπο, να το συμπαθούν και να το καθρεφτίζουν, απωθείται με πολλές σοβαρές συνέπειες.
Μία από αυτές επικεντρώνεται στην ανικανότητα του ατόμου να βιώσει συνειδητά συναισθήματα φθόνου, θυμού, μοναξιάς, ή άγχους, είτε ως παιδί είτε αργότερα ως ενήλικας.  Οι άνθρωποι αυτοί απολάμβαναν, για παράδειγμα, τις βόλτες χωρίς να πληγώνουν τη μητέρα τους ή να την κάνουν να νιώθει ανασφαλής, χωρίς να θίγουν τη δύναμή της και χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την ισορροπία της. Έχουν αναπτύξει την τέχνη του να μη βιώνουν συναισθήματα, γιατί ένα παιδί μπορεί να βιώσει τα συναισθήματά του όταν υπάρχει κάποιος γύρω του που το αποδέχεται πλήρως, το κατανοεί και το στηρίζει. Αν ένα τέτοιο άτομο δεν υπάρχει και αν το παιδί διακινδυνεύει να χάσει την αγάπη της μητέρας του προκειμένου να αφεθεί στα συναισθήματά του, τότε θα τα απωθήσει. Ωστόσο, τα συναισθήματα παραμένουν στο σώμα του παιδιού, στα κύτταρά του, θα αποθηκευθούν ως πληροφορίες, οι οποίες αργότερα ενδέχεται να ενεργοποιηθούν από κάποιο γεγονός.  Στη μετέπειτα ζωή τους, οι άνθρωποι αυτοί θα αντιμετωπίσουν καταστάσεις που αφυπνίζουν τα υποτυπώδη συναισθήματα, χωρίς να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν πώς αυτά συνδέονται με την αρχική τους αιτία. Η σύνδεση αυτή θα αποκρυπτογραφηθεί επιτυχώς μέσω της αναβίωσης των έντονων συναισθημάτων κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους.
Για παράδειγμα, το αρχικό αίσθημα της εγκατάλειψης του νηπίου, που δεν έχει τις διεξόδους διαφυγής ενός ενήλικα, και οι προσπάθειές του να επικοινωνήσει, λεκτικές ή προλεκτικές, δεν έφταναν στη μητέρα γιατί και η ίδια στερημένη, εξαρτιόταν από ένα συγκεκριμένο είδος αντίδρασης του παιδιού (echo). Το παιδί είναι πάντα στη διάθεση της μητέρας του, τα μάτια του την ακολουθούν παντού. Η ίδια επιλέγει την ανατροφή του με κριτήρια να τη σέβεται, να του επιβάλει τα δικά της συναισθήματα, ώστε να δει τον εαυτό της να καθρεπτίζεται μέσα στην αγάπη και το θαυμασμό του, νιώθοντας δυνατή με την παρουσία του. Όταν όμως υπερβεί τα όρια, είναι σε θέση να το εγκαταλείψει σε κάποιον άγνωστο ή να το απομονώσει σε ένα άλλο δωμάτιο. Αργότερα, η γυναίκα έχει απωθήσει τις ανάγκες της σε σχέση με τη μητέρα της, ενώ αυτές θα αναδυθούν από το ασυνείδητο, καθώς θα ικανοποιηθούν μέσω του δικού της παιδιού, όσο μορφωμένη κι αν είναι η ίδια. Ο φαύλος κύκλος έχει επίπτωση στο παιδί, το οποίο έχοντας την ενσυναίσθηση των αναγκών της μητέρας του, παραιτείται σύντομα από την έκφραση των δικών του. Κατά τη θεραπεία, τα αισθήματα εγκατάλειψης λόγω της έλλειψης κατανόησης και στοργικού περιβάλλοντος, καταχωνιασμένα λόγω μηχανισμών άμυνας, εκδηλώνονται στην επιφάνεια και συνοδεύονται από πόνο και απελπισία.
Σε αναζήτηση του αληθινού μας εαυτού
Η προσαρμογή στις ανάγκες των γονέων συχνά δημιουργεί μια επίπλαστη προσωπικότητα, τον «ψευδή εαυτό». Το άτομο αδυνατεί ν’ αναπτύξει και να διαφοροποιήσει τον αληθινό του εαυτό , ενώ αποκαλύπτει και ταυτίζεται με χαρακτηριστικά που αποδέχονται οι άλλοι. Είναι αναμενόμενο να αισθάνεται κενό και ματαιότητα, εφόσον βίωσε μία διαδικασία σταδιακής αποστέρησης και αποδυνάμωσης των δυνατοτήτων του.  Οι δυσκολίες που ενυπάρχουν στη βίωση και την ανάπτυξη των συναισθημάτων οδηγούν στην αμοιβαία εξάρτηση, η οποία παρεμποδίζει την εξατομίκευση. Οι γονείς βρίσκουν στον ψευδή εαυτό του παιδιού τους την επιβεβαίωση που αναζητούν, το υποκατάστατο στη δική τους ανασφάλεια. Το παιδί που δεν έχει οικοδομήσει τη δική του αίσθηση ασφάλειας, εξαρτάται αρχικά συνειδητά και στη συνέχεια ασυνείδητα από τους γονείς του. Εντέλει, αυτό που κληρονομούμε από τους γονείς είναι οι ασυνείδητες απωθημένες αναμνήσεις, οι οποίες εξαναγκάζουν στην απόκρυψη του αληθινού εαυτού. Είναι ανάγκη το άτομο να αποποιηθεί την κληρονομιά του, αποκτώντας πλήρη συνείδηση του πραγματικού παρελθόντος και της αληθινής του φύσης, διαφορετικά η μοναξιά που βίωσε στο πατρικό σπίτι θα επιστρέψει ως συναισθηματική απομόνωση στο παρόν.
Η θεραπεία δεν επαναφέρει τη χαμένη παιδική ηλικία. Η βίωση όμως της προσωπικής αλήθειας και η συνειδητή κατανόηση της, ενεργοποιούν το συναισθηματικό κόσμο με την ικανότητα του πένθους και της χαμένης ζωτικότητας. Κρίσιμο σημείο κατά τη θεραπεία είναι όταν ο ασθενής αντιλαμβάνεται συναισθηματικά ότι η αγάπη που κατέκτησε με τόση μεγάλη προσπάθεια και άρνηση του εαυτού του, δεν απευθυνόταν σε αυτόν, όπως πραγματικά ήταν ως παιδί, παρά στην ομορφιά ή τα επιτεύγματά του. Η θεραπευτική διαδικασία μέσω της συναισθηματικής αναβίωσης, συνοδεύεται από θλίψη και παλαιό απωθημένο πόνο. Ωστόσο, από το πένθος προκύπτει ελευθερία, δύναμη και νέα συναισθηματική κατανόηση της ζωής του ασθενή, καθώς και μεγάλη ανακούφιση στην απελευθέρωση συναισθημάτων που συνήθιζε να καταπνίγει, ακόμα κι αν οι παλαιοί τρόποι αντίδρασης επιστρέφουν ολοένα, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το φοβισμένο και σιωπηλό παιδί που ήταν κάποτε, είναι σε θέση πλέον να βιώσει τον εαυτό του με έναν τρόπο που θα ήταν αδιανόητος στο παρελθόν, και στη συνέχεια ν' απολαύσει την ανακούφιση της αλήθειας και της τόλμης να είναι ο εαυτός του. Κάθε φορά είναι σα θαύμα η αυθεντικότητα και η ακεραιότητα που επιβιώνουν πίσω από τον ψευδή εαυτό, πίσω από την άρνηση και την αποξένωση και πως αυτές επανεμφανίζονται από τη στιγμή που ο ασθενής αποκτά πρόσβαση στα συναισθήματά του.
Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί κακοποίηση ή έχουν παραμεληθεί στην παιδική τους ηλικία, δεν έχουν τη δυνατότητα να παρασύρονται από απρόσμενα συναισθήματα. Παραδέχονται αυτά που αποδέχεται κι εγκρίνει η εσωτερική τους λογοκρισία, η οποία αποτελεί το διάδοχο των γονέων τους. Η κατάθλιψη και η αίσθηση ενός εσωτερικού κενού είναι το τίμημα του αυστηρού αυτοελέγχου. Αδυνατούν να επικοινωνήσουν με τον αληθινό εαυτό τους, καθώς παραμένει ασυνείδητος στην εσωτερική του φυλακή. Η έκφραση, η ωρίμανση και η ανάπτυξη της δημιουργικότητας του εαυτού επιτυγχάνεται μόνο αφότου απελευθερωθεί. Εκεί που άλλοτε υπήρχε τρομακτικό κενό ή οι εξίσου τρομακτικές, μεγαλομανείς φαντασιώσεις, ανακαλύπτεται μια απρόσμενη ζωτικότητα. Δεν είναι σαν μια επιστροφή στο σπίτι, αφού αυτό το σπίτι δεν υπήρξε ποτέ πριν. Είναι η δημιουργία του σπιτιού.
Πηγές
Alice Miller, «Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας», ΡΟΕΣ, 2003

Σχόλια